- Πλατωνικοί
- Πλατωνικόςbroad-shoulderedmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
платоньци — ПЛАТОНЬЦ|И (2*), Ь с. мн. То же, что платоници: Платонъци. б҃а и вещь и видь. и миръ рожденъ и тьлѣньнъ сѹщь рекоша. д҃шю же неро||женѹ и бесъмьртьнѹ. (πλατωνικοί) КЕ XII, 250–251; Платоньци. б҃а. и вѣщь и видъ. и миръ рож(д)енъ. и тлѣньнъ быти… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πλατωνικός — ή, ό / πλατωνικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πλάτων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στο φιλοσοφικό του σύστημα («πλατωνικοί διάλογοι») 2. (για πρόσ.) αυτός που ακολουθεί τη φιλοσοφία τού Πλάτωνος («πλατωνικός φιλόσοφος») νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
ПЛАТОНИЗМ — ПЛАТОНИЗМ, общий термин для обозначения традиций, связанных с восприятием и интерпретацией философии Платона. Последователи Платона получили в Античности наименование «платоников» (οἱ Πλατωνικοί), следование его философии «философствованием… … Античная философия
платоници — ПЛАТОНИ|ЦИ (1*), КЪ Πλατωνικοί с. мн. Сторонники философского учения, связанного с именем Платона: послѣдь же елиньство въ ересь стависѧ. нижнимь временемь реку же. ѿ пиѳагорѣнъ. и стоикъ. и платоникъ. и епикуранъ и пречее [так!]. (πλατωνικῶν) КР … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ακαδημία ή Ακαδήμεια — Προάστιο της αρχαίας Αθήνας, στον έξω Κεραμεικό, κοντά στην όχθη του Κηφισού στα νότια του Ιππίου Κολωνού (βλ. λ. Κολωνός). Το όνομά του το πήρε από τον πρώτο του οικιστή, τον ήρωα Ακάδημο (ή Εκάδημο). Η Α. ήταν ιερό άλσος, που το τείχισε τον 6ο… … Dictionary of Greek
Νόρβιντ, Τσίπριαν Κάμιλ — (Cyprian Kamil Norwid Κορόνα 1821 – Παρίσι 1883). Πολωνός συγγραφέας. Παρουσιάστηκε ως ποιητής το 1840· το 1842 εγκατελειψε την Πολωνία και πήγε στη Γερμανία, στην Ιταλία, όπου σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική, στο Βέλγιο, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ… … Dictionary of Greek